ανισοπαχής

ανισοπαχής
ης, ες непропорционально толстый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανισοπαχής" в других словарях:

  • ανισοπαχής — ές κ. ανισόπαχος, η, ο (Α ἀνισοπαχής, ές) 1. αυτός που δεν έχει το ίδιο πάχος σε όλο του το μήκος 2. αυτός που δεν έχει το ίδιο πάχος με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • ἀνισοπαχῆ — ἀνισοπαχής of unequal thickness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνισοπαχής of unequal thickness masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνισοπαχής of unequal thickness masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»